- ερμηνεύομαι
- ερμηνεύομαι, ερμηνεύτηκα και ερμηνεύθηκα, ερμηνευμένος βλ. πίν. 20
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ερμηνεύω — (AM ἑρμηνεύω, Α δωρ. τ. έρμανεύω) [ερμηνεύς] 1. διασαφηνίζω, εξηγῶ, αναπτύσσω κάτι κατά τρόπο σαφή και κατανοητό 2. (για έργα τέχνης) κατανοώ βαθιά ή εκτελώ με επιτυχία θεατρικό ή μουσικό έργο 3. μεταγλωττίζω από μια γλώσσα σε άλλη 4. (νομ.)… … Dictionary of Greek
συναλληγορούμαι — έομαι, Α [ἀλληγορῶ, οῡμαι] ερμηνεύομαι εντελώς αλληγορικά, θεωρούμαι αλληγορία … Dictionary of Greek
(ε)ξηγώ — (ε)ξήγησα, (ε)ξηγήθηκα, (ε)ξηγημένος, μτβ. 1. κάνω κάτι καταληπτό, αναπτύσσω, διασαφηνίζω: Δεν εξήγησε τους λόγους της παραίτησής του. 2. εκθέτω τα αίτια γεγονότος ή φαινομένου, αιτιολογώ: Να μας εξηγήσετε την έκλειψη του ήλιου. 3. ορίζω την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)